- ναΐσκιον
- νᾱΐσκ-ιον, τό, = foreg.,A
Ὀσείριδος POxy.521.4
(ii A.D.).II name of various bandages, Sostratus and Apolloniusap.Gal.12.496 Chart.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ὀσείριδος POxy.521.4
(ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ναΐσκιον — ναΐσκιον, τὸ (Α) [ναίσκος] 1. ναϊσκάριον * 2. ονομασία επιδέσμου … Dictionary of Greek
ξυλοναΐσκιον — ξυλοναΐσκιον, τὸ (Α) μικρός ξύλινος ναός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + ναΐσκιον] … Dictionary of Greek